- πρατίας
- πρᾱτ-ίας, ου, ὁ,A = πρατήρ, Com.Adesp.336.5 (dub., cf. πρᾶος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρατίας — πρατίᾱς , πρατίας masc acc pl πρατίᾱς , πρατίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατίας — ὁ, Α 1. πρατήρ* 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρατίας ὁ δημόσια πωλῶν καὶ κηρύσσων». [ΕΤΥΜΟΛ. < πρατός + επίθημα ίας] … Dictionary of Greek